- χλοάζον
- χλοάζωto be bright greenpres part act masc voc sgχλοάζωto be bright greenpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολανθάνω — ὑπολανθάνω ΝΜΑ [λανθάνω] νεοελλ. μσν. υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση μσν. αρχ. είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ. β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ… … Dictionary of Greek